- διαστείβω
- διαστείβω,A go through, across,
ἐπ' οἶδμα ναΐ θοᾷ Pi.Fr.221.4
.II trample on,τινά Nonn.D.36.239
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐπ' οἶδμα ναΐ θοᾷ Pi.Fr.221.4
.τινά Nonn.D.36.239
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διαστείβω — (Α) 1. προχωρώ διά μέσου 2. καταπατώ … Dictionary of Greek